- θαμβαλέος
- θαμβαλέος, -α, -ον (Α)1. έκπληκτος2. θαυμαστός, φοβερός.[ΕΤΥΜΟΛ. < θάμβος + επίθημα -αλέος* (πρβλ. αυχμ-αλέος, θαρσ-αλέος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θαμβαλέη — θαμβαλέος astonished fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμβαλέην — θαμβαλέος astonished fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμβαλέοισιν — θαμβαλέος astonished masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμβαλέους — θαμβαλέος astonished masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμβαλέῃ — θαμβαλέος astonished fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμβαλέῳ — θαμβαλέος astonished masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάμβος — το (Α θάμβος, εος, τό και θάμβος, ὁ) 1. έκπληξη, κατάπληξη, ξάφνιασμα («και ἐγένετο θάμβος ἐπὶ πάντας», ΚΔ) 2. φόβος που προέρχεται από τη θέα κάποιου καταπληκτικού πράγματος 3. λαμπρότητα, μεγαλείο που προκαλεί κατάπληξη ή θαυμασμό νεοελλ. ιατρ … Dictionary of Greek
θαμβαλέηι — θαμβαλέῃ , θαμβαλέος astonished fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)